H Συναισθηματική Νοημοσύνη των Εκπαιδευτικών στην Τηλεκπαίδευση

Πώς επηρέασε η συνθήκη της τηλεκπαίδευσης τους Έλληνες εκπαιδευτικούς πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης;

Εισαγωγή

Η διδασκαλία είναι ομολογουμένως μια από τις πλέον απαιτητικές εργασίες, αφενός λόγω της παράλληλης ευθύνης της διαπαιδαγώγησης και αφετέρου, λόγω των συνεχών και πολλές φορές απρόοπτων προκλήσεων που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι εκπαιδευτικοί την ώρα του μαθήματος. Οι εκπαιδευτικοί συμμετέχουν σε πληθώρα συναισθηματικών αλληλεπιδράσεων, τόσο με τους μαθητές τους, όσο και με τους κηδεμόνες τους και τους συναδέλφους, ενώ παράλληλα καλούνται οι ίδιοι να διαχειριστούν τον δικό τους συναισθηματικό κόσμο. Συνεπώς, καλούνται να αναπτύξουν σε μεγάλο βαθμό τις συναισθηματικές τους δεξιότητες (πολλές φορές με βιωματικό τρόπο), προκειμένου να μπορούν να είναι αποτελεσματικοί στους πολλαπλούς ρόλους που αναλαμβάνουν.

Το 2020, με τo ξέσπασμα της πανδημίας COVID-19, όλες οι εκπαιδευτικές διαδικασίες μετέβησαν στο ψηφιακό περιβάλλον, αξιοποιώντας μια πληθώρα από διαδικτυακές πλατφόρμες, που επέτρεπαν την διεξαγωγή των μαθημάτων από απόσταση. Ο απότομος και ακαριαίος χαρακτήρας αυτής της μετάβασης έδωσε ελάχιστο χρόνο στους εκπαιδευτικούς να προσαρμοστούν σε μια εντελώς νέα πραγματικότητα, καλώντας τους να ανταποκριθούν άμεσα στις δύσκολες απαιτήσεις της πρωτόγνωρης συνθήκης της τηλεκπαίδευσης.

Στο πλαίσιο του τελευταίου εξαμήνου των σπουδών μας στο Εργαστήριο Διαφήμισης και Δημοσίων Σχέσεων (Ad&PR Lab) του τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου, και ειδικότερα στο μάθημα που αφορά την Ηγεσία και τη Συναισθηματική Νοημοσύνη, είχαμε την ευκαιρία να πραγματοποιήσουμε μια έρευνα ώστε να μελετήσουμε σε βάθος τα ζητήματα που αφορούν τη Συναισθηματική Νοημοσύνη των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης κατά το διάστημα της καραντίνας, με στόχο να καταδείξουμε τις συναισθηματικές δεξιότητες που κλήθηκαν να αξιοποιήσουν, προκειμένου να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις της τηλεκπαίδευσης. Εν συντομία τα ερευνητικά ερωτήματα που τέθηκαν είναι τα εξής:

1. Πόσο εύκολη ήταν η μετάβαση και η προσαρμογή στην τηλεκπαίδευση και πώς επηρέασε τη συναισθηματική κατάσταση των εκπαιδευτικών;

2. Ποιες είναι οι κύριες ικανότητες Συναισθηματικής Νοημοσύνης που χρειάστηκε να αναπτύξουν/αξιοποιήσουν οι εκπαιδευτικοί με στόχο την ομαλή διεξαγωγή των μαθημάτων;

3. Υπάρχουν διαφορετικές συναισθηματικές απαιτήσεις μεταξύ των δύο βαθμίδων εκπαίδευσης; Αν ναι, πού εντοπίζονται και πώς αιτιολογούνται;

4. Η συνθήκη της τηλεκπαίδευσης επηρέασε τις απαιτήσεις αναφορικά με τη Συναισθηματική Νοημοσύνη;

Παρακάτω θα διαβάσετε μια σύντομη εκδοχή της έρευνάς μας. Κάντε κλικ εδώ για να κατεβάσετε την πλήρη ερευνητική αναφορά.

Η Συναισθηματική Νοημοσύνη

Το concept της Συναισθηματικής νοημοσύνης δεν είναι καινούριο. Ήδη από το 1920, ο Edward Thorndike εισήγαγε τον όρο «κοινωνική νοημοσύνη», περιγράφοντας έτσι την ικανότητα «να καταλαβαίνεις και να διαχειρίζεσαι άνδρες και γυναίκες, αγόρια και κορίτσια, να δρας σοφά στις ανθρώπινες σχέσεις». Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι Salovey & Mayer πρότειναν τον όρο «Συναισθηματική Νοημοσύνη» ως την ικανότητα αντίληψης των συναισθημάτων, αναγνώρισης των αιτιών τους, ενσωμάτωσής τους στον τρόπο και σκέψης και διαχείρισης των συναισθημάτων των άλλων. Οι ίδιοι πρότειναν ένα θεωρητικό μοντέλο ανάλυσής της, το οποίο περιλαμβάνει τέσσερις διαστάσεις, οι οποίες αντανακλούν διανοητικές διεργασίες, στο πλαίσιο των οποίων λαμβάνει χώρα η διαχείριση και η επεξεργασία πληροφοριών που αφορούν το συναίσθημα.

Ωστόσο, ο Daniel Goleman ήταν αυτός που κατέστησε τον όρο δημοφιλή το 1995, με τα best seller βιβλία του. Ο Goleman πρότεινε τον ορισμό της Συναισθηματικής Νοημοσύνης ως την ικανότητα «να μπορείς να βρίσκεις κίνητρα για τον εαυτό σου και να αντέχεις τις απογοητεύσεις, να ελέγχεις την παρόρμηση και να χαλιναγωγείς την ανυπομονησία σου, να ρυθμίζεις σωστά τη διάθεσή σου και να εμποδίζεις την απογοήτευση να καταπνίξει την ικανότητά σου για σκέψη, να έχεις ενσυναίσθηση και ελπίδα».

Στη δική μας έρευνα χρησιμοποιούμε το θεωρητικό μοντέλο του Bar-On, ο οποίος ορίζει τη Συναισθηματική Νοημοσύνη ως «μια σειρά από µη γνωστικές δυνατότητες, ικανότητες και δεξιότητες που επηρεάζουν την ικανότητα κάποιου να αντιμετωπίζει µε επιτυχία τις περιβαλλοντικές απαιτήσεις και πιέσεις». Βάσει της δομής του προτεινόμενου θεωρητικού μοντέλου, η συναισθηματική — κοινωνική νοημοσύνη αποτελείται από πέντε κατηγορίες ικανοτήτων, οι οποίες περιλαμβάνουν μια σειρά ειδικών, επιμέρους ικανοτήτων

Παρόλο που οι δεξιότητες συναισθηματικής νοημοσύνης είναι ζωτικής σημασίας στον σχολικό χώρο, οι έρευνες που μελετούν τις συναισθηματικές δεξιότητες στην εργασία των εκπαιδευτικών είναι αρκετά περιορισμένες (Brackett et al., 2008). Η ανασκόπηση των ερευνών που έχουν γίνει μέχρι τώρα καταδεικνύουν τη θετική σύνδεση της συναισθηματικής νοημοσύνης των εκπαιδευτικών με την αποτελεσματική και επιτυχημένη διδασκαλία (Hayashi & Ewert, 2006).

Δείγμα & Μεθοδολογία

Η έρευνά μας πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 2021 και για την υλοποίησή της πραγματοποιήθηκε δειγματοληπτική έρευνα με ερωτηματολόγιο αυτοναφοράς και στη συνέχεια ατομικές συνεντεύξεις σε βάθος. Το τελικό δείγμα αποτελείται από 230 εκπαιδευτικούς (193 γυναίκες και 36 άνδρες) πρωτοβάθμιας (ν=166) και δευτεροβάθμιας (ν=64) εκπαίδευσης, που εργάζονται σε δημόσια και ιδιωτικά σχολεία πανελλαδικά.

Αποτελέσματα & Συμπεράσματα

Κατ’ αρχάς, τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας επιβεβαιώνουν προηγούμενες μελέτες σχετικά με τις μικρές διαφοροποιήσεις που υπάρχουν στη Συναισθηματική Νοημοσύνη των ανδρών και των γυναικών. Πιο συγκεκριμένα, επιβεβαιώνεται το γεγονός ότι οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερη ικανότητα στην ενσυναίσθηση συγκριτικά με τους άνδρες, γεγονός που φέρεται να συνδέεται με βιολογικούς παράγοντες. Αντίστοιχα, αποδεικνύεται το γεγονός ότι η Συναισθηματική Νοημοσύνη μεταβάλλεται ανάλογα με την ηλικία, γεγονός που στο εργασιακό πλαίσιο μπορεί να εξηγηθεί με όρους εμπειρίας και υπερκόπωσης. Η ηλικιακή ομάδα 45–54 παρουσιάζει με συνέπεια υψηλότερες βαθμολογίες στη συναισθηματική νοημοσύνη.

Ακόμα, παρατηρείται ότι οι εκπαιδευτικοί δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης παρουσιάζουν μεγαλύτερη ανοχή σε αγχωτικές καταστάσεις, ενώ παράλληλα μπορούν να εκφράζονται με μεγαλύτερη σιγουριά στους μαθητές τους. Όπως προέκυψε από την παρούσα έρευνα, αυτό σχετίζεται άμεσα με την ηλικία των μαθητών και τις διαφορετικές απαιτήσεις που προκύπτουν λόγω αυτής. Επί παραδείγματι, οι εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης περνούν περισσότερο χρόνο στην τάξη με τους μαθητές τους (22 ώρες την εβδομάδα), δημιουργώντας μαζί τους ισχυρότερους δεσμούς, συγκριτικά με τους καθηγητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης οι οποίοι διαμοιράζουν τις ώρες διδασκαλίας τους σε αρκετά διαφορετικά τμήματα. Αντίστοιχα, η συναισθηματική ωριμότητα των μαθητών διαφέρει σε κάθε ηλικία, δημιουργώντας διαφορετικές συνθήκες επικοινωνίας σε κάθε στάδιο της ανάπτυξής τους.

Σε δεύτερο στάδιο, αφού διευκρινίστηκαν οι διαφοροποιήσεις βάσει των ανεξάρτητων μεταβλητών του φύλου, της ηλικίας και των εκπαιδευτικών βαθμίδων, αποπειράται η σύγκριση των αποτελεσμάτων της παρούσας έρευνας με αυτά που προέκυψαν σε αντίστοιχη, παλαιότερη έρευνα της Iordanoglou, το 2007, σχετικά με τη Συναισθηματική Νοημοσύνη των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι η έρευνα αναφοράς είχε πραγματοποιηθεί σε περίοδο πριν την οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008, και επομένως αποτελεί ένα καλό μέτρο σύγκρισης έναντι της συνθήκης του COVID-19.

Συγκρίνοντας τα αποτελέσματα των δύο ερευνών, παρατηρήθηκε ότι οι εκπαιδευτικοί αξιολογούσαν με υψηλότερες βαθμολογίες τις ενδοπροσωπικές και διαπροσωπικές τους ικανότητες πριν την πανδημία, γεγονός που ερμηνεύτηκε από τους ίδιους ως προσωπική ανασφάλεια που προέκυψε λόγω των ιδιαίτερων και πρωτόγνωρων συνθηκών τόσο της τηλεκπαίδευσης, όσο και της πανδημίας εν γένει. Αντίθετα, αξιολόγησαν υψηλότερα την προσαρμοστικότητά τους στο διάστημα της καραντίνας, γεγονός που δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ερμηνεία, καθώς αποτελεί μια κοινή και παγκόσμια εμπειρία.

Τέλος, από την παρούσα έρευνα προέκυψαν κάποιες γενικότερες παρατηρήσεις σχετικά με τις διαφορετικές συνθήκες διδασκαλίας που επικράτησαν και τον τρόπο με τον οποίο αυτές επέδρασαν στη Συναισθηματική Νοημοσύνη των εκπαιδευτικών. Ζητήματα που αφορούσαν τη διαχείριση του τμήματος αλλά και την ικανότητα της ενσυναίσθησης επηρεάστηκαν από την απουσία της εξωλεκτικής επικοινωνίας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ήταν η δυσκολία που αντιμετώπισαν στην εξωτερίκευση των συναισθημάτων τους, αλλά και στην επίπληξη των μαθητών, καθώς αυτές οι διαδικασίες δεν στηρίζονται αμιγώς στον προφορικό λόγο, αλλά γίνονται αντιληπτά μέσω της κινησιολογίας του σώματος και της έκφρασης του προσώπου. Η Χ., 49 ετών, δασκάλα της Πρώτης Δημοτικού, αναφέρει σχετικά:

Ένα συγκεκριμένο κοριτσάκι άνοιγε το μικρόφωνο πέντε φορές την ώρα και έλεγε διάφορα …. Με τον τρόπο αυτό διέκοπτε, με αποσυντόνιζε έπαιρνε το χρόνο από τα άλλα παιδιά! Πραγματικά ήταν πολύ δύσκολο να εξωτερικεύσω τα συναισθήματά μου και να πω τι αισθάνομαι εκείνη την ώρα.

Επίσης, το άγχος των εκπαιδευτικών φέρεται να προέκυπτε κυρίως λόγω των τεχνικών προβλημάτων, αλλά και την αίσθηση απουσίας του ελέγχου της διαδικτυακής τάξης. Στα θετικά στοιχεία, οι εκπαιδευτικοί δήλωσαν ότι η συνθήκη της τηλεκπαίδευσης αποτέλεσε γι’ αυτούς αφορμή για νέα γνώση, διευρύνοντας τις εκπαιδευτικές τους μεθόδους και συμβάλλοντας στην αύξηση του αισθήματος της ανεξαρτησίας τους. Γνωρίζοντας από την κοινή εμπειρία ότι το τεχνικό κομμάτι των διαδικτυακών μαθημάτων απασχόλησε πολλούς εκπαιδευτικούς, τα λεγόμενα της Φ., 50 ετών, είναι διαφωτιστικά:

Η τηλεκπαίδευση με οδήγησε στο να κάνω διάφορα σεμινάρια για όλα αυτά τα εργαλεία, που μακάρι να είχα ανακαλύψει νωρίτερα, γιατί και το μάθημα θα μπορούσα να κάνω διαφορετικά και να παρέχω πολύ περισσότερη βοήθεια στους μαθητές μου. Για πράγματα που δεν άπτονται των γνώσεων και της ηλικίας μου, θεωρώ πως είναι πάρα πολύ λογικό να χρειάζεσαι βοήθεια από τρίτους και μάλιστα νεότερους ανθρώπους που γνωρίζουν πολύ καλά την τεχνολογία.

Ακολουθήστε το @theintelligentteacher στο Instagram!

Εν κατακλείδι, παρά τις δυσκολίες οι εκπαιδευτικοί κατάφεραν να αντλήσουν ικανοποίηση από τη δουλειά τους, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια από μέρους τους, τόσο ως προς τα πρακτικά ζητήματα, όσο και ως προς την Συναισθηματική Νοημοσύνη τους. Η Φ. επιβεβαιώνει τα παραπάνω ευρήματα, λέγοντας:

Αν πραγματικά ήθελε κάποιος να δουλέψει, είχε όλα τα μέσα για να το κάνει. Για εμένα όλη αυτή η διαδικασία με πήγε ένα βήμα μπροστά.

Υπεύθυνη Καθηγήτρια: Dimitra Iordanoglou
Μέλη Ομάδας:
Maria Drasioudi, Panagiotis Theofanopoulos, Angelika Hazizi, Zelia Makri, Athina Manolaki, Giannis Papalambrou, Αφροδίτη Πουχτού, Christina Tsakona

--

--